Ἀσσυρίου

Ἀσσυρίου
Ἀσσύριος
the Assyrians
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… …   Dictionary of Greek

  • Άχαζ — (8ος αι. π.Χ.). Βασιλιάς του νότιου εβραϊκού βασιλείου (741 725 π.Χ.). Για να αντιμετωπίσει την επιθετικότητα του βασιλιά του Ισραήλ Φακεέ και της Συρίας Ραασών, καθώς επίσης και τις επεκτατικές διαθέσεις των Ιδουμαίων και Φιλισταίων ηγεμόνων,… …   Dictionary of Greek

  • Ελιακίμ — Όνομα βιβλικών προσώπων. 1. Γιος του Χελκία, ο οποίος ήταν οικονόμος στον οίκο Δαβίδ την εποχή του βασιλιά Eζεκία. Ως εκπρόσωπος των συμπατριωτών του, ο Ε. συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις με τον στρατηγό του Ασσύριου βασιλιά Σεναχηρίμ, Ραψάκη, ο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”